Participium prézenta sloves ný-ových

Participium prézenta aktiva



singulár plurál
m. f. n. m. f. n.
nominativ δεικνύς δεικνῦσα δεικνύν δεικνύντες δεικνῦσαι δεικνύντα
genitiv δεικνύντος δεικνύσης δεικνύντος δεικνύντων δεικνυσῶν δεικνύντων
dativ δεικνύντι δεικνύσῃ δεικνύντι δεικνῦσι δεικνύσαις δεικνῦσι
akuzativ δεικνύντα δεικνῦσαν δεικνύν δεικνύντας δεικνύσας δεικνύντα

Participium prézenta medio-pasiva



singulár plurál
m. f. n. m. f. n.
nominativ δεικνύμενος δεικνυμένη δεικνύμενον δεικνύμενοι δεικνύμεναι δεικνύμενα
genitiv δεικνυμένου δεικνυμένης δεικνυμένου δεικνυμένων δεικνυμένων δεικνυμένων
dativ δεικνυμένῳ δεικνυμένῃ δεικνυμένῳ δεικνυμένοις δεικνυμέναις δεικνυμένοις
akuzativ δεικνύμενον δεικνυμένην δεικνύμενον δεικνυμένους δεικνυμένας δεικνύμενα